- ασφοδέλινος
- ἀσφοδέλινος, -η, -ον (Α)ο κατασκευασμένος από βλαστούς ασφοδέλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσφοδελίνην — ἀσφοδέλινος of asphodel fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek